- συναδελφικός
- η , ό[ν] братский, дружеский;
συναδελφική αλληλεγγύη — братская солидарность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναδελφική αλληλεγγύη — братская солидарность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναδελφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συνάδελφο («συναδελφική αλληλεγγύη»). επίρρ... συναδελφικώς και συναδελφικά, Ν με συναδελφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνάδελφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Κ. Λομβάρδo] … Dictionary of Greek
συναδελφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται σε συναδέλφους: Δεν υπάρχει ανάμεσά τους συναδελφική αλληλεγγύη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναδελφικότητα — η, Ν [συναδελφικός] αλληλεγγύη μεταξύ συναδέλφων … Dictionary of Greek